- ἐπιχλιαίνεσθαι
- ἐπιχλῑαίνεσθαι , ἐπιχλιαίνωwarm on the surfacepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχλιαίνω — ἐπιχλιαίνω (Α) 1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπιχλιαίνομαι έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek